Η πυρκαγιά της Θάσου μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για την οικολογική ανασυγρότηση του νησιού
Η περιφερειακή παράταξη «ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ» δηλώνει τη θλίψη της για την τεράστια οικολογική καταστροφή που υπέστη το νησί της Θάσου και τη συμπαράσταση της στους κατοίκους.
H πυρκαγιά που έπληξε φέτος τη Θάσο άφησε πίσω της, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, 140.000 στρέμματα καμένης γης. Μια τεράστια έκταση, ανάλογη των μεγάλων πυρκαγιών του 1985 και του 1989. Η πιο πρόσφατη πυρκαγιά του 2013, στην Καλλιράχη, η οποία πιθανότατα ξεκίνησε από χωματερή, έκαψε 7.000 στρέμματα. Πολλές από τις περιοχές που κάηκαν φέτος είχαν καεί και πριν τριάντα χρόνια.
Για τα αίτια ήδη δόθηκαν αρκετές εξηγήσεις για τους κεραυνούς και την «ξηρή καταιγίδα» του Σαββάτου 10 Σεπτεμβρίου, όπως και για τους μήνες ξηρασίας που προηγήθηκαν. Όπως επίσης και για τους πενιχρούς πόρους του Δασαρχείου. Δυο ημέρες πριν εκδηλωθεί η πυρκαγιά, το Δασαρχείο Θάσου προκήρυξε πρόχειρο μειοδοτικό διαγωνισμό για την επιλογή αναδόχου κατασκευής του έργου: «Αντιπυρική Προστασία Δημοσίων Δασών και Δασικών Εκτάσεων (Καθαρισμοί καμένων εκτάσεων – Συντήρηση Υδατοδεξαμενών)», με προϋπολογισμό μόλις 23.000 ευρώ.
Λιγότεροι βέβαια, μίλησαν για την αλλαγή του κλίματος και την υπερθέρμανση του πλανήτη από τη συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Οι τιμές της μέσης μηνιαίας παγκόσμιας θερμοκρασίας καταγράφουν διαρκώς νέα υψηλά ρεκόρ. Περιοχές όπως η Καλιφόρνια αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς συνθήκες ξηρασίας και μείωσης των αποθεμάτων νερού. Αυτή, ωστόσο, είναι μια άλλη συζήτηση ευρύτερης κλίμακας.
Οι ανάγκες περιβαλλοντικής προστασίας του νησιού τώρα, ενόψει και των φθινοπωρινών βροχών είναι άμεσες. Ένα πρόγραμμα αντιδιαβρωτικών έργων, με κατασκευή κλαδοπλεγμάτων και κορμοπλεγμάτων αποτελεί επιτακτική ανάγκη και πρέπει να ξεκινήσει άμεσα. Στην πυρκαγιά του 2013, η νότια πλευρά του βουνού που κάηκε δεν έτυχε των κατάλληλων αντιδιαβρωτικών παρεμβάσεων, με αποτέλεσμα μεγάλες εκτάσεις να μείνουν γυμνές και να μην μπορούν να αναδασωθούν αποτελεσματικά.
Μια άλλη διάσταση, που άπτεται της δασικής διαχείρισης μετά την πυρκαγιά, αφορά στον έλεγχο της ελεύθερης βόσκησης. Και εδώ υπήρξαν προβλήματα τις τελευταίες δεκαετίες, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται καθυστερήσεις ή και αναστολή της φυσικής αναγέννησης στο νότιο μέρος του νησιού. Μέτρα απαγόρευσης της βόσκησης στις φετινές καμένες περιοχές κρίνονται απαραίτητα, συνοδευόμενα με αποζημιώσεις προς κτηνοτρόφους και άλλα κατάλληλα μέτρα. Ίσως η βόσκηση θα πρέπει να κατευθυνθεί περισσότερο προς άκαυτες περιοχές, με συσσωρευμένη βιομάζα στον υπόροφο που χρειάζεται απομάκρυνση, ως μέτρο διαχείρισης. Οι πιο υποβαθμισμένες ορεινές εκτάσεις ίσως χρειαστούν πιο μακροχρόνιες απαγορεύσεις βόσκησης. Όπως επίσης θα πρέπει να ισχύσει η απαγόρευση του κυνηγιού όχι μόνο στις πληγείσες περιοχές αλλά και σε όλη τη Θάσο για να προστατευθεί η πανίδα, ιδιαίτερα η ορνιθοπανίδα.
Περιοχές με ιδιαίτερα οικοσυστήματα, όπως Μαύρης Πεύκης ή Κέδρων, αλλά και μικρών υγροτόπων και παρόχθιων οικοσυστημάτων, όπως τα πλατανοδάση και οι καλαμώνες σε όχθες και εκβολές χειμάρρων, χρειάζονται και ιδιαίτερα προγράμματα προστασίας, αποκατάστασης και διατήρησης. Πέρα όμως από αυτές τις ιδιαιτερότητες, όπως έδειξε και η εμπειρία από τις πυρκαγιές της δεκαετίας του 1980, είναι απαραίτητα και τα αναδασωτικά προγράμματα σε περιοχές Τραχείας Πεύκης, που αποτελούν και το κυρίαρχο δασικό οικοσύστημα του νησιού. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε και τη μελισσοτροφική αξία του είδους. Τέλος, μια μελέτη για τα υπόγεια και επιφανειακά νερά και τη διαχείρισή τους θα έχει ιδιαίτερη χρησιμότητα, καθώς θα δείξει αν κάποιες ανθρωπογενείς δραστηριότητες έχουν αρνητική επίδραση σε αυτά και αν έχουν συμβάλει στην αύξηση των ξηροφυτικών συνθηκών.
Προφανώς για όλα τα παραπάνω χρειάζεται ενίσχυση του Δασαρχείου Θάσου, συνεργασία με το Δήμο, κινητοποίηση της Περιφέρειας και υποστήριξη από τα αρμόδια υπουργεία. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη εκκρεμότητα, καθώς δυο περιοχές του νησιού είναι ενταγμένες στο Δίκτυο Natura 2000, χωρίς να έχει δημιουργηθεί ακόμη ο αντίστοιχος Φορέας Διαχείρισης. Αν και παλιότερα είχε προταθεί η λειτουργία του ως παράρτημα του Φορέα Διαχείρισης των Υγροτόπων Θράκης που ήδη υφίσταται για τις εκτεταμένες υγροτοπικές εκτάσεις της απέναντι ακτής, η αυτόνομη λειτουργία του θα αποτελέσει ουσιαστική συμβολή στην αναγκαία οικολογική ανασυγκρότηση του νησιού.
Ακόμη, από το νησί λείπει ένα μουσείο φυσικής και γεωλογικής ιστορίας. Η αξιοποίηση του σπάνιας αρχιτεκτονικής αξίας κτηρίου «Παλατάκι» στα Λιμενάρια, το οποίο κινδυνεύει άμεσα από κατάρρευση, θα μπορούσε να φιλοξενήσει μια τέτοια χρήσιμη και για τον τουρισμό δραστηριότητα, αν συνοδευτεί μάλιστα με την προστασία και αναστήλωση των υπόλοιπων σχετικών μνημείων στην ακτή «Μεταλλεία» και στην ιστορική τοποθεσία εκμετάλλευσης καλαμίνας «Γούβες».
Δελτίο τύπου